- πύρριχος
- I
Πόλη της αρχαίας Λακωνικής, που πήρε το όνομά της από τον γιο του Αχιλλέα Πύρρο, που πήγε στη Λακωνική για να πάρει ως σύζυγο την Ερμιόνη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το όνομά της οφείλεται στον θεό Πύρριχο ή στον Σιληνό Πύρριχο. Υπήρξε μία από τις 18 πόλεις που ανήκαν στο Κοινό των Ελευθερολακώνων.IIHμιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Είναι του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.). Βρίσκεται NA της Αρεόπολης.* * *-η, -ον, Α(δωρ. τ.) ο πυρρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα -ιχος (πρβλ. μείλ-ιχος)].
Dictionary of Greek. 2013.